- ἇλιξ
- ἇ̱λιξ , ἧλιξof the same agemasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άλιξ — ἄλιξ ( ικος), ο (Α) 1. χόνδρος από ρυζάλευρο 2. ζωμός ψαριού, ψαρόσουπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογικής προελεύσεως. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική σύνδεση τής λ. με το ρ. ἀλῶ ( έω) «αλέθω». Ο σχηματισμός τού τ. ἄλιξ πιθ. να οφείλεται σε… … Dictionary of Greek
ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… … Dictionary of Greek
Αδελαΐδα — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σύζυγος του βασιλιά της Ιταλίας Λοθάριου B’ (947 949) και έπειτα του αυτοκράτορα Όθωνα Α’ (951 973). Όταν πέθανε ο Όθων, άσκησε καθήκοντα αντιβασίλισσας έως την ενηλικίωση του γιου της Όθωνα Γ’ (983 993). Ακολούθως… … Dictionary of Greek
Αλμπέρτα — Επαρχία (661.190 τ. χλμ., 3.064.200 κάτ. το 2001) του Καναδά, ΝΔ της χώρας. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα με την πολιτεία Μοντάνα. Περιοχή που αποικίστηκε σχετικά αργά, η σημερινή Α. εξερευνήθηκε γύρω στα μέσα του 18ου αι. και έναν … Dictionary of Greek
al-5 (*hel-) — al 5 (*hel ) English meaning: “to grind” Deutsche Übersetzung: “mahlen, zermalmen” Material: O.Ind. áṇu “ fine, thin, very small “ (*al nu ), Hindi and Bengali üṭ ü “ flour “ (below likewise; Kuhn KZ. 30, 355; different Specht … Proto-Indo-European etymological dictionary